- μοσχοπέπονο
- τοο καρπός τής μοσχοπεπονιάς, εύοσμο πεπόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. musk melon < αγγλ. musk (< μσν. αγγλ. muske < μσν. γαλλ. musc < υστερολατ. muscus < μόσχος[ΙΙ]) + melon: «πεπόνι»].
Dictionary of Greek. 2013.